καταχωνεύω — (AM καταχωνεύω) νεοελλ. καταχωνιάζω, εξαφανίζω, αποκρύπτω |) μσν. 1. (για τη φωτιά) αποτεφρώνω 2. καίγομαι εντελώς, αποτεφρώνομαι μσν. αρχ. λειώνω, απορροφώ, αποσυνθέτω (αρχ) χύνω κάπου κάτι λειωμένο («τοῡ στόματος κατεχώνευσε χρυσίον», Αππ.).… … Dictionary of Greek
καταχωνευθείς — καταχωνεύω melt down aor part pass masc nom/voc sg καταχωνεύω melt down aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχωνευθῆναι — καταχωνεύω melt down aor inf pass καταχωνεύω melt down aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχωνευθέντας — καταχωνεύω melt down aor part pass masc acc pl καταχωνεύω melt down aor part pass masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχωνεῦσαι — καταχωνεύω melt down aor inf act καταχωνεύω melt down aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχωνεύειν — καταχωνεύω melt down pres inf act (attic epic) καταχωνεύω melt down pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεχωνεύθησαν — καταχωνεύω melt down aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεχώνευε — καταχωνεύω melt down imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεχώνευσαν — καταχωνεύω melt down aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεχώνευσε — καταχωνεύω melt down aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)